δαίμονας

δαίμονας
ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο
Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η)
πονηρό πνεύμα, διάβολος
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος
2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!»
3. δαίμων
ο αστέρας β' τού Περσέως
4. στη φράση «ο δαίμονας τού τυπογραφείου» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει διάφορα λάθη στον έντυπο λόγο προερχόμενα από τυπογραφικές αβλεψίες
αρχ.
1. αυτός που έχει θεϊκή υπόσταση και ιδιότητες
2. η θεία δύναμη, το θεῑον
3. η τύχη, η μοίρα τού κάθε ανθρώπου
4. άνθρωπος που έγινε θεός μετά θάνατον
5. φρ. «κατά δαίμονα» — κατά τύχη, συμπτωματικά
6. ως επίθ.
δαήμων, γνώστης, έμπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. δαίμονας < αρχ.-μσν. δαί-μων < δαί-ομαι «μοιράζω, χωρίζω» — η αρχική σημασία τής λ. ήταν «η δύναμη που κατανέμει, μοιράζει» απ' όπου και «θεότης, μοίρα» (πρβλ. αρχ. σλαβ. bogŭ «θεός», αβεστ. baga- «μοίρα», αρχ. ινδ. bhaga- «μοίρα, εξουσιαστής»). Η λ. δαίμων χαρακτήριζε όλους γενικά τους προχριστιανικούς θεούς τών Ελλήνων, ενώ μετά την επικράτηση τού ενός χριστιανικού θεού χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία τών πονηρών πνευμάτων και τών διαβόλων. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στην Περσική, όπου μετά την επιβολή τού αγαθού θεού Ahura Mazda η αντίστοιχη προς την Ελληνική λ. δαίμων αποκτά τη σημασία «διάβολος». Τέλος στον Πλάτωνα και τον Αρχίλοχο ο τ. δαίμων απαντά με σημασία «έμπειρος, γνώστης» παρετυμολογικά συνδεόμενος με τη λ. δαήμων*.
ΠΑΡ. δαιμονιακός, δαιμονίζω, δαιμονικός, δαιμόνιος
αρχ.
δαιμονιώ
αρχ.-μσν.
δαιμονώ, δαιμονώδης
μσν.- νεοελλ.
δαιμονιάρης
νεοελλ.
δαιμονίτης, δαιμονόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δαιμονόπληκτος
αρχ.
δαιμονοβλάβεια, διαμονοπλήξ
μσν.
δαιμονόλιθος, δαιμονομαχία, δαιμονομαχώ, δαιμονόπλοκος, δαιμονόπνευστος, δαιμονοποιός, δαιμονοπρόσωπος, δαιμονοφιλής, δαιμονοφόρητος, δαιμονόχρους
μσν.- νεοελλ.
δαιμονογυρεύω, δαιμονολατρία, δαιμονόληπτος, δαιμονομανία, δαιμονοπάθεια
νεοελλ.
δαιμονογραφία, δαιμονοκρατία, δαιμονολόγος, δαιμονομανής, δαιμονομαντεία, δαιμονοπάθεια, δαιμονόπαιδο, δαιμονοπαρμένος, δαιμονόπιστος. (Β' συνθετικό) δεισιδαίμων, ευδαίμων, πανευδαίμων, τρισευδαίμων, υπερευδαίμων
αρχ.
αγαθοδαίμων, αδεισιδαίμων, ανθρωποδαίμων, αρχιδαίμων αυτοδαίμων, βαρυδαίμων, βλεπεδαίμων, βροτοδαίμων, δυσδαίμων, εχθροδαίμων, θεοδαίμων, ισοδαίμων, κακοδαίμων, κοιλιοδαίμων, Κρονοδαίμων, λακιδαίμων, νακοδαίμων, νεκυδαίμων, νεκυοδαίμων, ολβιοδαίμων, ομοδαίμων, πλανοδαίμων, σοροδαίμων, τρισκακοδαίμων, τρυγοδαίμων, τυραννοδαίμων, φιλοδαίμων, φυγαδοδαίμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαίμονας — ο 1. διάβολος, σατανάς, το πνεύμα του κακού:  Δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλό, γιατί έχει τον δαίμονα μέσα του. 2. μτφ., άνθρωπος καταχθόνιος, δόλιος και έξυπνος, διαβολεμένος: Σε όλη του την επιχειρηματική του ζωή υπήρξε σωστός δαίμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονᾷς — δαιμονάω to be under the power of a pres subj act 2nd sg δαιμονάω to be under the power of a pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνας — δαιμόνᾱς , δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • Αεσμά Νταέβα — (Δαίμονας της βίας).Πονηρός δαίμονας της αρχαίας περσικής θρησκείας. Προκαλούσε πολλά δεινά στους ανθρώπους και στα ζώα. Μερικοί ταυτίζουν τον Α.Ν. με τον Ασμοδαίο, αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες δεν παραδέχονται την ταύτιση αυτή, γιατί o… …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • бѣсъ — БѢС|Ъ (887), А с. Бес, нечистая сила: Пи˫аньство самовольныи бѣсъ. (ὁ δαίμων) Изб 1076, 265; радоуитасѩ. врача бол˫ащиимъ и бѣсомъ прогонителѩ. Стих 1156 1163, 73 об.; и ѡ(т)селѣ не имоуть ти никоѥ˫а же пакости створити лоукавии бѣси ЖФП XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”